ἀπρόθεσμος

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ον,

   A not fixed to any definite time, opp. ἐμπρόθεσμος, Sor.1.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόθεσμος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐν ὡρισμένῳ χρόνῳ, ὁ μὴ γινόμενος κατὰ τὴν δεῖναδεῖνα ὥραν τοῦ ἔτους, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐμπρόθεσμος, «διὸ καὶ τῶν πλείστων (ζῴων) ἐμπρόθεσμοςχρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μῖξιν ὁρμῆς, ἐπὶ δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀπρόθεσμος πολλαχοῦ» Σωραν. 10, σ. 28.

Spanish (DGE)

-ον
no fijado en un tiempo definido χρόνος τῆς ἐπὶ τὴν μίξιν ὁρμῆς Sor.22.22
no fijado de antemano θάνατος Chrys.M.60.741, μυστήριον Hsch.H.Hom.21.9.13.