πολλαχοῦ

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχοῦ Medium diacritics: πολλαχοῦ Low diacritics: πολλαχού Capitals: ΠΟΛΛΑΧΟΥ
Transliteration A: pollachoû Transliteration B: pollachou Transliteration C: pollachoy Beta Code: pollaxou=

English (LSJ)

A Adv. in many places, τοὔνομα γένοιτ' ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ' οὔ E.Hel.588, cf. Pl.Smp. 209e; ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος Id.Ap.31c; π. ἐν τοῖς λόγοις Id.Prt.329c; Ὅμηρος π. λέγει Id.Cra.408a; π. ἄλλοθι X.Cyr.7.1.30.
2 c. gen., πολλαχοῦ τῆς γῆς v.l. in Pl.Phd. 111a.
II = πολλαχῇ, on many grounds, interpol. in Hdt.6.122, v.l. in Isoc.4.183.

German (Pape)

[Seite 658] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι ἄλλοθι πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie πολλαχῇ, vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en beaucoup d'endroits ; πολλαχοῦ τῆς γῆς PLAT en beaucoup d'endroits de la terre;
2 souvent.
Étymologie: *πολλαχός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλαχοῦ [~ πολύς] adv. op veel plaatsen:; πολλαχοῦ τῆς γῆς op veel plaatsen op aarde Plat. Euthyph. 11a; op veel punten:. πολλαχοῦ ἐν τοῖς λόγοις op veel punten in jouw betoog Plat. Prot. 329c. in veel gevallen:; πολλαχοῦ... καὶ ἄλλοθι in veel andere situaties Xen. Cyr. 7.1.30; om veel redenen. Hdt. 6.122.1.

Russian (Dvoretsky)

πολλᾰχοῦ: adv.
1 во многих местах: καὶ ἄλλοι ἄλλοθι π. ἄνδρες Plat. да и другие люди во многих других местах; π. τῆς γῆς Plat. (v.l. πανταχοῦ) во многих местах земли;
2 (= πολλαχῇ) часто, неоднократно (λέγειν Plat.; λογίζεσθαι Isocr.): π. μνήμην τινὸς ἔχειν Her. часто вспоминать о ком-л.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχοῦ: ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, τοὔνομα γένοιτ’ ἂν πολλαχοῦ τὸ σῶμα δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = πολλαχῆ, πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.

Greek Monolingual

πολλαχοῦ ΝΜΑ
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία σε πολλούς τόπους («Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει», Πλάτ.)
αρχ.
πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. –οῦ (πρβλ. μυρι-αχ-ού)].

Greek Monotonic

πολλᾰχοῦ: επίρρ.,
I. 1. σε πολλούς τόπους, σε Ευρ., Πλάτ.
2. με γεν., πολλαχοῦ τῆς γῆς, σε Πλάτ.
II. = πολλαχῆ, πολλές φορές, συχνά, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

I. in many places, Eur., Plat.
2. c. gen., π. τῆς γῆς Plat.
II. = πολλαχῆ, many times, often, Hdt., etc.

English (Woodhouse)

in many passages, in many places, in many ways

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

in multis locis, in many places, 7.70.6.