ἀπτερύομαι

Revision as of 12:16, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

   A = πτερύσσομαι, flap the wings, Arat.1009.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτερύομαι: πτερύσσομαι (μετὰ α εὐφων.), πέτομαι, ἵπταμαι, Ἄρατ. 1009 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν ἀμπτερύσσομαι μετὰ τοῦ Ἑρμάννου Ἀγ. 261).

Spanish (DGE)

batir las alas los cuervos en señal de alegría, Arat.1009.