ἀργυράγχη

Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ἡ, (formed after κυνάγχη)

   A silver-quinsy, which Demosthenes was said to have, when he abstained from speaking on the plea of quinsy, but really because he was bribed, Demad.Fr.5 S., Plu.Dem.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠράγχη: ἡ, ἐσχηματίσθη σκωπτικῶς κατὰ τὸ κυνάγχη· ἐλέχθη δὲ περὶ τοῦ Δημοσθένους ὅτι δῆθεν ἔνεκα δωροδοκίας προσεποιήθη ὅτι εἶχε συνάγχην καὶ δὲν προσῆλθεν ὅπως ἀγορεύσῃ, «ἀργυράγχη, ὡς Δημάδης σκώπτων Δημοσθένη, συνάγχην λέγοντα εἰλῆφθαι» Πολύδ. Ζ΄, 104, Πλουτ. Δημ. 25.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
litt. « argyrancie », maladie de l’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἄγχω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
fig. mal de la plata supuesta enfermedad causada por el soborno, Demad.27, Critol.33, Plu.Dem.25.