ἀφρούρητος

Revision as of 12:19, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_8)

English (LSJ)

ον,

   A unguarded, Pl.Lg.760a, Plu.2.34of; ungarrisoned, Plb.4.25.7, al., Plu.Flam.10: metaph., Gal.18(1).321.

German (Pape)

[Seite 415] unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρούρητος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, στερούμενος φρουρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 760Α, Πολύβ. 4. 25, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans gardien;
2 sans garnison.
Étymologie: ἀ, φρουρέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -ρα IAE 25.4 (III a.C.)
carente de protección, desprotegido ἀφρούρητον ... μηδὲν εἰς δύναμιν ἔστω ref. a la ciu., Pl.Lg.760a, cf. Plu.2.340f, χώρα Gal.18(1).321, αὐτόνομοι ὄντες καὶ ἀφρούρατοι IAE l.c.
en sent. militar carente de protección πόλις IIl.45.14 (II a.C.), πόλεις Plb.4.25.7, ἀφιᾶσιν ἀφρουρήτους καὶ ἐλευθέρους (τοὺς Κορινθίους, Φωκείς ...) Plu.Flam.10, πύλαι Longus 3.2.1, νηῦς Longus 2.13.1.