φρουρέω

English (LSJ)

Poet. impf.
A φρούρουν S.Tr.915: fut. φρουρήσω A.Pr.31, etc.: aor. ἐφρούρησα Hdt.2.30, etc.:—Med., fut. φρουρήσομαι in pass. sense, E.Ion603:—Pass., aor. ἐφρουρήθην ib.1390: pf. πεφρούρημαι Hp.Ep. 23 (Ps.-Democr.), (διαφρουρέω) A.Fr.265: (φρουρός):—keep watch or keep guard, ἐν Ἐλεφαντίνῃ Hdt. l.c., cf. 9.106, IG12.99.21, OGI38.1 (iii B. C.), etc.; of ships, φρουρέω περὶ Ναύπακτον or ἐν Ναυπάκτῳ, Th.2.80,83; φρουρέω ἐπί τινι to keep watch over... E.Alc.35 (anap.); οἱ φρουροῦντες the guardians, Pl.Lg.763d; συνάπτειν.. φρουροῦντας.. φρουροῦσι ib.758b; prov., ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ = for under every stone a scorpion is on guard S.Fr.37; generally, 'keep a sharp look-out', Id.Tr.915.
II trans., watch, guard, τὴν χώρην Hdt.3.90; τὴν γέφυραν Id.4.133; τὴν ἀτραπόν Id.7.217; βρέτας A. Eu.1024; σὲ δαίμων.. φρουρήσας τύχοι S.OT1479; τὴν Ποτείδαιαν φρουρέω garrison Potidea, Th.3.[17], cf. X.Cyr.6.1.17, etc.; φυλακαῖσι φ. σῶμ' Ὀδυσσέως set a watch over.. E.Cyc.690: metaph., φρουρέω πέτραν keep watch over it, of Prometheus, A.Pr.31; στόμα τ' εὔφημον φρουρεῖν ἀγαθόν = it is good to keep your mouth holy in speech (keep silence), E.Ion98 (anap.); ἡ εἰρήνη τοῦ θεοῦ.. φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν Ep.Phil.4.7:—Pass., to be watched or be guarded, Hdt.7.203, A.Eu. 218, S.OC1013, E.Hec.995, etc.: of the watch kept by besiegers, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπὸ πάντων πολεμίων Pl.R. 579b.
b hold in subjection, opp. παραφυλάττειν, Plb.18.4.6.
c Astrol., occupy, in Pass., Vett.Val.106.18.
d bind, ἁλύσεσι πεφρουρημένος PMag.Par.1.3093.
2 watch for, observe, φρουρῶν τόδ' ἦμαρ E.Alc.27; φρουρέω ὄμμα ἐπὶ σῷ.. καιρῷ S.Ph.151 (lyr.); φρουρέω χρέος = to be observant of one's duty, Id.El.74.
III Med., to be on one's guard against, beware of, c. acc., φρουρούμενος βέλεμνα E.Andr. 1135:—Act. also in the same sense, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Id.Supp.900; φρουρέω ὅπως or ὅπως ἂν... with subj., S.El.1402, E.Hel.742; φρουρέω μή... with subj., Id.El.1139.

German (Pape)

[Seite 1310] 1) intrans., Wache halten, als Besatzung dienen; ἐν τόπῳ Her. 2, 30; παρὰ λίμνην 4, 133; περὶ τόπον, von Schiffen, Thuc. 2, 80. 83; ὥσπερ ἰπίκουροι μισθωτοὶ ἐν τῇ πόλει φαίνονται καθῆσθαι οὐδὲν ἄλλο ἢ φρουροῦντες Plat. Rep. IV, 420 a, u. A. öfter. – 2) trans., bewachen, beschützen; ἡ θάλασσα ὑπ' Ἀθηναίων φρουρεομένη Her. 7, 203; φρουροῦσί με ἐν κύκλῳ Eur. Suppl. 115; ἀτερπῆ τήνδε φρουρήσεις πέτραν Aesch. Prom. 31; Eum. 978; u. pass., οἵων ὑπ' ἀνδρῶν ἥδε φρουρεῖται πόλις Soph. O. C. 1017; φρουρήσουσ', ὅπως Αἴγισθος ἡμᾶς μὴ λάθῃ μολὼν ἔσω El. 1402; τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα Phil. 151, auf dein Auge, deinen Wink achten; χρέος, beobachten, besorgen, El. 74; φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ' Ὀδυσσέως τόδε Eur. Cycl. 686; ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις φρουροῦσί μ' ἐν κύκλῳ Suppl. 103. – Med. sich hüten, in Acht nehmen, vor Einem, τινά, vor Etwas, τί, Eur. Andr. 1136 u. A. – Das fut. φρουρήσομαι in pass. Bdtg, Eur. Ion 603, der das act. auch in der Bdtg des med. braucht, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Suppl. 924.

French (Bailly abrégé)

φρουρῶ :
f. φρουρήσω, ao. ἐφρούρησα, pf. inus.
I. intr. 1 monter la garde, être en faction ; οἱ φρουροῦντες XÉN ceux qui gardent les forteresses ; particul. gardes du corps;
2 veiller : ὅπως à ce que ; ὅπως μή à ne pas;
II. tr. 1 garder, veiller sur, tenir sous bonne garde, acc.;
2 défendre au moyen d'une garnison, d'une troupe, d'une flotte, etc. ; particul. mettre une garnison dans, acc., ou entourer de gardes, protéger au moyen de gardes, acc. ; Pass. être défendu par une garnison, en gén. être protégé;
3 p. ext. veiller sur, faire attention à : φρ. ὄμμ' ἐπὶ σῷ καιρῷ SOPH (tu me recommandes que) mon œil veille dans ton intérêt, pour toi ; φρ. χρέος SOPH veiller à son devoir, remplir son devoir.
Étymologie: φρουρά.

Russian (Dvoretsky)

φρουρέω:
1 нести охрану или гарнизонную службу (ἐν Ἐλεφαντίνῃ, τὸν πάντα χρόνον Her.; ἐν Ναυπάκτῳ и περὶ Ναύπακτον Thuc.): οἱ φρουροῦντες Xen. стража, гарнизон;
2 сторожить, охранять (τὴν χώρην Her.; βρέτας τῆς Ἀθηνᾶς Aesch.): φ. τινα Soph. и ἐπί τινι Eur. охранять кого-л.; τὴν ἀτερπῆ πέτραν φ. Aesch. (о Прометее) быть прикованным к ужасной скале; στόμα εὔφημον φ. Eur. хранить благоговейное молчание (ср. лат. favere linguis);
3 наблюдать, следить: φ. ὄμμα ἐπί τινι Soph. внимательно следить за чем-л.; σοὶ τὸ σὸν μελέσθω βάντι φρουρῆσαι χρέος Soph. пусть будет твоей заботой пойти и исполнить свой долг; φ. τὸ ἦμαρ Eur. выжидать день;
4 подстерегать: φρουρεῖσθαι ὑπὸ πολεμίων Plat. быть отовсюду окруженным врагами; ἐν παντὶ σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ Soph. под каждым камнем притаился скорпион, т. е. опасности подстерегают отовсюду;
5 тж. med. остерегаться, беречься: φ. μηδὲν ἐξαμαρτάνειν Eur. остерегаться недостойных поступков; φρουρεῖσθαι βέλεμνά τινος Eur. увертываться от чьих-л. стрел.

Greek (Liddell-Scott)

φρουρέω: ἀόριστ. ἐφρούρησα. ― Μέσ., μέλλ. -ήσομαι ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐρ. Ἴων 603. ― Παθ., ἀόρ. ἐφρουρήθην αὐτόθι 1390· πρκμ. πεφρούρημαι Ἱπποκρ. 1289. 21, (δια-) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 263· (φρουρός). Ὡς καὶ νῦν, φρουρῶ, φυλάττω, εἶμαι φρουρός, ἐν τόπῳ Ἡρόδ. 2. 30, πρβλ. 9. 106, Σοφ. Τρ. 915· ἐπὶ πλοίων, φρ. περὶ Ναύπακτον Θουκ. 2. 80, 03· φρ. ἐπί τινι, ἀγρυπνῶ ἐπί τινος, Εὐρ. Ἄλκ. 34· οἱ φρουροῦντες, οἱ τηροῦντες, οἱ φυλάττοντες, Πλάτ. Νόμ. 763D· συνάπτειν... φρουροῦντας... φρουροῦσι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 758Β· παροιμ. ἐν παντί... σκορπίος φρ. λίθῳ Σοφ. Ἀποσπ. 35. ΙΙ μεταβ., φυλάττω, τὴν χώρην Ἡρόδ. 3. 90· τὴν γέφυραν ὁ αὐτ. 4. 133· τὴν ἀτραπὸν ὁ αὐτ. 7. 217· βρέτας Αἰσχύλ. Εὐμ. 1024· σὲ δαίμων φρουρήσας τύχοι Σοφ. Ο. Τ. 1479· ἐπὶ τόπου, φρ. τὴν Ποτίδαιαν, φυλάττω αὐτὴν διὰ φρουρᾶς, Θουκ. 3. 17, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 1, 17, κλπ.· φρ. τινα φυλακαῖσι Εὐριπ. Κύκλ. 690· ― μεταφορ., πέτραν φρ., φυλάττω φρουρὰν ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 31· στόμα φρ. εὔφημον, τηρῶ σιγήν, σιωπῶ, Εὐρ. Ἴων 98. ― Παθ., φρουροῦμαι φυλάττομαι, Ἡρόδ. 7. 203, Αἰσχύλ. Εὐμ. 218, Σοφ Ο. Κ. 1013, Εὐρ. Ἑκ. 595· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς φρουρήσεως ἣν ἐξασκοῦσιν οἱ πολιορκοῦντες, κύκλῳ φρουρούμενος ὑπό πάντων πολεμίων Πλάτ. Πολ. 579Β 2) τηρῶ, φυλάττω, φρουρῶν τόδ’ ἦμαρ Εὐρ. Ἄλκ. 27· φρ. ὄμμα ἐπὶ σῷ... καιρῷ Σοφ. Φιλ. 151· φρ. χρέος, τηρῶ, φυλάττω τὸ καθῆκον μου, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 74. ΙΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡς τὸ φυλάσσομαι, προφυλάττομαι ἀπό τινος, μετ’ αἰτ., φρουρούμενος βέλεμνα Εὐρ. Ἀνδρ. 1136· ― ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνεργ. εὕρηται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἐφρούρει μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 900· οὕτω φρ. ὅπωςὅπως ἄν..., μεθ’ ὑποτ. Σοφ. Ἠλ. 1402, Εὐρ. Ἑλ. 742· φρ. μή..., μεθ’ ὑποτ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139. ― Πρβλ. φυλάσσω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους.

English (Strong)

from a compound of πρό and ὁράω; to be a watcher in advance, i.e. to mount guard as a sentinel (post spies at gates); figuratively, to hem in, protect: keep (with a garrison). Compare τηρέω.

English (Thayer)

φρούρω: imperfect ἐφρουρουν; future φρουρήσω; passive, present participle φρουρουμενος; imperfect ἐφρουρουμην; (φρουρός, contracted from πρωρος from πρωράω to see before, foresee); from Aeschylus and Herodotus down;
1. to guard, protect by a military guard, either in order to prevent hostile invasion, or to keep the inhabitants of a besieged city from flight; (often so from Thucydides down): τήν πόλιν, i. e. not he surrounded the city with soldiers, but by posting sentries he kept the gates guarded, R. V. guarded), cf. τινα, passive, ὑπό νόμον, under the control of the Mosaic law, that we might not escape from its power, with συγκεκλεισμένοι (συν῾γ᾿κλειόμενοι L T Tr WH) added, R. V. kept in ward; cf. Plutarch, de defect. orac. § 29; to protect by guarding (Sophocles O. R. 1479), to keep: τάς καρδίας ἐν Χριστῷ, i. e. in close connection with Christ, τινα εἰς τί, by watching and guarding to preserve one for the attainment of something (R. V. guarded unto etc.), passive, 1 Peter 1:5.

Greek Monotonic

φρουρέω: αόρ. αʹ ἐφρούρησα — Μέσ., μέλ. -ήσομαι, με Παθ. σημασία — Παθ., αόρ. αʹ ἐφρουρήθην· (φρουρός
I. 1. κρατάω φρουρά ή φρούριο, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. μτβ., παρακολουθώ, φυλάσσω, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· στόμα φρουρεῖν εὔφημον, δηλ. μένω σιωπηλός, σε Ευρ. — Παθ., παρακολουθούμαι ή φυλάσσομαι, σε Ηρόδ., Τραγ.
2. τηρώ, σε Ευρ.· φρουρέω τὸ χρέος, τηρώ το καθήκον μου, σε Σοφ.
III. Μέσ., όπως φυλάσσομαι, προφυλάσσομαι από κάποιον, φυλάσσομαι από, με αιτ., σε Ευρ.· Ενεργ. με την ίδια σημασία, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

φρουρέω, [φροῦρος]
I. to keep watch or guard, Hdt., Thuc.
II. trans. to watch, guard, Hdt., Trag., etc.; στόμα φρουρεῖν εὔφημον, i. e. to keep silent, Eur.:—Pass. to be watched or guarded, Hdt., Trag.
2. to watch for, Eur.; φρ. τὸ χρέος to observe one's duty, Soph.
III. Mid., like φυλάσσομαι, to be on one's guard against, beware of, c. acc., Eur.:—Act. in same sense, Soph., Eur.

Chinese

原文音譯:freuršw 弗留雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:鎮守
字義溯源:預為看守,看守,監視,保守,保護,把守;由(πρό)*=前)與(εἶδον / ὁράω)*=凝視)組成。參讀 (ἀγρυπνέω)同義字
出現次數:總共(4);林後(1);加(1);腓(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 保守(1) 彼前1:5;
2) 要保守(1) 腓4:7;
3) 我們被看守(1) 加3:23;
4) 把守(1) 林後11:32

Lexicon Thucydideum

praesidio esse, to protect, 1.64.1, 1.64.11.103.4. 2.80.4, 2.83.1. 3.17.3, 3.90.2. 4.1.4, 4.24.1. 4.66.4. 4.113.2. 5.33.1. 5.33.2. 5.35.6, 5.39.1. 5.64.3, 7.4.3. 7.24.1. 7.60.2. 8.35.3. 8.74.2.