γλαγάω

Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

English (LSJ)

   A to be milky, juicy, γλαγόωντι σπέρματι AP9.384.23.

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰγάω: εἶμαι γαλακτώδης, πλήρης ὀποῦ ἢ χυμοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 384, 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être laiteux.
Étymologie: γλάγος.

Spanish (DGE)

(γλᾰγάω) • Alolema(s): γλακ- Hsch.
estar en leche γλαγόωντι σπέρματι AP 9.384.23, cf. Hsch.