γλαγάω

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλᾰγάω Medium diacritics: γλαγάω Low diacritics: γλαγάω Capitals: ΓΛΑΓΑΩ
Transliteration A: glagáō Transliteration B: glagaō Transliteration C: glagao Beta Code: glaga/w

English (LSJ)

to be milky, juicy, γλαγόωντι σπέρματι AP9.384.23.

Spanish (DGE)

(γλᾰγάω) • Alolema(s): γλακ- Hsch.
estar en leche γλαγόωντι σπέρματι AP 9.384.23, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

γλαγῶ :
être laiteux.
Étymologie: γλάγος.

German (Pape)

milchig sein, γλαγόωντι σπέρματι Anth. 13.384.23.

Russian (Dvoretsky)

γλᾰγάω: быть похожим на молоко (γλαγὼν σπέρμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

γλᾰγάω: εἶμαι γαλακτώδης, πλήρης ὀποῦ ἢ χυμοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 384, 23.

Greek Monotonic

γλᾰγάω: (γλάγος), είμαι γαλακτερός, χυμώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

γλάγος
to be milky, juicy, Anth.