δεδίττομαι
English (LSJ)
A v. δειδίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
French (Bailly abrégé)
att. c. δεδίσσομαι.
Spanish (DGE)
v. δειδίσσομαι.
A v. δειδίσσομαι.
δεδίττομαι: ἴδε ἐν λ. δειδίσσομαι.
att. c. δεδίσσομαι.
v. δειδίσσομαι.