διεξίημι

Revision as of 12:25, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

strengthd. for ἐξίημι,

   A let pass through, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τῆς πόλεως Hdt.4.203.    II intr., of a river, empty itself, ἐς θάλασσαν Th.2.102 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 620] (s. ἵημι), durch- u. herauslassen, τινὰ διὰ τοῦ ἄστεος, Her. 4, 203; scheinbar intrans., vom Flusse, διεξιεὶς εἰς θάλασσαν, Thuc. 2, 102, sich ergießen.

Greek (Liddell-Scott)

διεξίημι: πρβλ. τὸ ἐξίημι, ἀφίνω τινὰ νὰ διέλθῃ διὰ μέσου, ἐῶ διεξελθεῖν, διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεως Ἡρόδ. 4. 208. ΙΙ. ἀμετάβ. (ἐξυπακ. τοῦ αὑτόν), ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλλω, ἐς θάλασσαν Θουκ. 2. 102· πρβλ. ἐξίημι, ἐκδίδωμι.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ pl. διεξῆκαν;
1 tr. laisser passer à travers : τινα διὰ τοῦ ἄστεος HDT qqn à travers la ville;
2 intr. se jeter dans en parl. d’un fleuve, avec ἐς et l’acc..
Étymologie: διά, ἐξίημι.

Spanish (DGE)

1 tr. dejar pasar a través de διεξῆκαν αὐτοὺς διὰ τοῦ ἄστεος Hdt.4.203.
2 intr. desembocar ἐς θάλασσαν διεξιείς Th.2.102 (cód.).