δρώπτω

Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

   A = διακόπτω ἢ διασκοπῶ, A.Fr.278.

German (Pape)

[Seite 670] (δρέπω), = διακόπ τω, Aesch. frg. 259.

Greek (Liddell-Scott)

δρώπτω: διακόπτω ἤ διασκοπῶ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 272) παρ’ Ἡσύχ.· καὶ δρωπάζω ἀναφέρεται ἐν Α. Β. 549· πρβλ. δράω, δρῶ (Β).

Spanish (DGE)

examinar A.Fr.278, cf. δρωπάζω.

• Etimología: Dud.: ¿cruce de δέρκομαι y ὄπωπα? ¿Deriv. de δρώψ?