δυσήμερος
English (LSJ)
ον, (ἥμερος)
A hard to tame, restive, Str.3.3.8, Ptol.Tetr. 56.
German (Pape)
[Seite 680] sehr wild, unbändig, Strab. III p. 155.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήμερος: -ον, (ἥμερος) δυσκόλως ἡμερούμενος, ἀτίθασος, ἄγριος, Στράβων 155.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de domar, salvaje, feroz νότος Ps.Callisth.36.11
•neutr. subst. τὸ δ. la rudeza, la ferocidad ref. a las costumbres, Str.3.3.8, τὸ δ. τῶν ζῴων Ptol.Tetr.2.2.5.