δυσδιοίκητος

Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον,

   A hard to manage, J.BJ2.16.4, Poll.5.105 (vulg. -ητικός).    II hard to digest, Xenocr.31, Sor.1.93.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu verwalten; Poll. 5, 105, wo v. l. δυσδιοικητικός; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιοίκητος: -ον, δυσκόλως διοικούμενος, Πολυδ. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. δύσπεπτος, ὀνίσκος Ξενοκρ. 31.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de administrar, de preservar τὸ τῆς θρησκείας ἄκρατον I.BI 2.391
difícil de manejar Poll.5.105.
2 medic. difícil de digerir, indigesto, de difícil asimilación de alimentos κεστρεύς Xenocr.10, χυμός Archig.71L., τὸ γάλα Sor.2.9.103, 10.8, κρέα Sor.2.10.48, ἡ τροφή Sor.2.17.22, cf. Aët.4.50, κριθαί Hippiatr.1.16.