δυσηνίαστος

Revision as of 12:26, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

English (LSJ)

ον,

   A hard to bridle, Tim.Gaz.124.11.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu zügeln, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσηνίαστος: -ον, δυσχαλίνωτος, δυσάγωγος, δυσπειθής. ― Ἐπίρρ. -τως, Συνέσ. 195Α.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de refrenar ἄγριοι καὶ δυση<νίασ>τοι de los camellos, Ar.Byz.Epit.2.469.
2 adv. -ως de mala gana ἔφερον, ἀλλὰ δ., τὴν καινοτομίαν τοῦ βίου Synes.Ep.41.