δυσπειθής
English (LSJ)
δυσπειθές,
A hard to persuade, not easily talked over, Pl.Phdr.271d.
2 self-willed, disobedient, Id.Lg. 880a, Hierocl.p.63A.; κύνες X.Mem.4.1.3 (Sup.).
3 hard to believe, Phld.D.3.12.
4 Adv. δυσπειθῶς, ἔχειν πρός τι Plu.Galb.25; δυσπειθῶς φέρειν Id.Lys.15; with difficulty, κάμπτεσθαι Hero Bel.75.9.
Spanish (DGE)
-ές
I de pers. o ref. pers., y de anim.
1 difícil de convencer, difícil de persuadir mediante la oratoria, Pl.Phdr.271d, ὁ δ. ... Ἀίδας AP 7.190 (Anyt. o Leon.).
2 desobediente, díscolo, intratable Pl.Lg.880a, οὐδέν ἐστι δυσπειθέστερον ἀνθρώπου φύσεως Aristid.Rh.540, δ. καὶ πρὸς ἅπαν ἀντιτείνων Gal.8.689, cf. Aët.6.8, δυσάγωγος καὶ δ. Luc.Abd.3, δυσπειθέσι καὶ ἀναγώγοις δι' ἀπαιδευσίαν ... ἤθεσι Plu.2.592b, ἐπιθυμίαι Plu.2.127a, κούρη Nonn.D.42.486
•subst. τὸ δ. indocilidad, desobediencia τὸ δ. καὶ ἀνυπότακτον Basil.Spir.50.12.
3 rebelde, insubordinado, indisciplinado στρατιῶται Plu.Luc.30, μεγάλην πόλιν αἰεὶ δυσπειθῆ Ῥωμαίοις γενομένην App.Hisp.99, cf. Them.Or.10.131c
•subst. τὸ δ. insubordinación τὸ δ. φύσει πρὸς τοὺς βασιλέας I.BI 2.92.
4 de anim. desobediente, indócil de perros de caza κύνες X.Mem.4.1.3, κακαὶ δὲ ἀνακληθῆναι αὗται καὶ δυσπειθεῖς ὑπὸ λιμοῦ Arr.Cyn.22.2, de caballos τὸ δυσπειθὲς καὶ ἀκόλαστον ... ὑποζύγιον Plu.Ant.36, cf. Gal.5.467, καθάπερ πῶλόν τινα δυσπειθῆ καὶ δυσήνιον Gr.Nyss.M.46.572D
•difícil de domar, indómito los caballos de los escitas, Str.7.4.8, los toros no castrados para las labores agrícolas, Gal.6.676.
II de cosas
1 inmanejable δυσπειθὲς ἦν τὸ ἱστίον por la fuerza del viento, Synes.Ep.5.
2 difícil de relajar o distender δυσπειθὲς ὑπὸ σκληρότητος ὄργανον Gal.9.100.
III de abstr. difícil de aceptar, difícilmente creíble τοῦτο δ' αὐτὸ δυσπειθὲς ἀναφαίνεται Phld.D.3.12.39, λόγος Hierocl.Exc.p.63.
IV adv. δυσπειθῶς
1 con desobediencia, δυσπειθῶς φέρειν = ser reacio, oponerse, Plu.Lys.15, δυσπειθῶς ἔχειν = comportarse de modo indisciplinado en la batalla, App.Pun.43.
2 con incredulidad, δυσπειθῶς ἔχειν = ser incrédulo οἱ πάνυ πρὸς τὰ τοιαῦτα δ. ... ἔχοντες Plu.Galb.25, ὁ πρὸς τοῦτο δ. ἔχων Gr.Nyss.Apoll.170.11.
3 con dificultad, δυσπειθῶς κάμπτεσθαι αὐτά (τὰ τόξα) Hero Bel.75.7.
German (Pape)
[Seite 686] ές, 1) schwer zu überzeugen; Plat. Phaedr. 271 d; Ἀΐδης Anyte 14 (VII, 190); gew. – 2) schwer gehorchend, widerspänstig; Plat. Legg. 1, 632 b; Xen. Mem. 4, 1, 3, von Jagdhunden; Sp.; δυσπειθῶς ἔχειν πρός τι, etwas nicht glauben wollen, Plut. Galb. 25; φέρειν τι, Lys. 15.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
difficile à persuader, indocile.
Étymologie: δυσ-, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπειθής:
1 не слушающий уговоров, своенравный, непослушный (κύνες Xen.; sc. ἀνήρ Plat.; ὑποζύγιον Plut.);
2 неумолимый (Ἀΐδης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπειθής: -ές, δυσκόλως καταπειθόμενος, δυσκολοκατάπειστος, Πλάτ. Φαίδρ. 271D. 2) ἰσχυρογνώμων, ἀνυπότακτος, ἀτίθασος, ὀ αὐτ. Νόμ. 880Α κ. ἀλλ. · κύνες Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 3.-Ἐπίρρ. δυσπειθῶς ἔχειν πρός τι Πλούτ. Γάλβ. 25· δ. φέρειν ὁ αὐτ. Λυσάνδ. 15.
Greek Monolingual
-ές (AM δυσπειθής, -ές)
1. αυτός που πείθεται δύσκολα
2. ανυπότακτος, δυσήνιος
αρχ.
δύσπιστος.
Greek Monotonic
δυσπειθής: -ές (πείθομαι), μη ευπειθής, αυτόβουλος, απείθαρχος, ανυπάκουος, σε Ξεν.· επίρρ. δυσπειθῶς ἔχειν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-πειθής, ές [πείθομαι]
hardly obeying, self-willed, intractable, Xen.:—adv., δυσπειθῶς ἔχειν Plut.
Translations
disobedient
Arabic: عَاصٍ; Armenian: անհնազանդ; Asturian: desobediente; Belarusian: непакорны, непакорлівы, непаслухмяны; Bulgarian: непослушен, непокорен; Catalan: desobedient; Chukchi: ааԓёмкыԓьэн, аваԓёмкыԓьэн; Czech: neposlušný; Danish: ulydig; Dutch: ongehoorzaam; Esperanto: malobeema; Finnish: tottelematon; French: désobéissant; Galician: desobediente; German: ungehorsam; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍈𐌰𐌹𐍂𐌱𐍃, 𐌿𐌽𐍄𐌰𐌻𐍃; Ancient Greek: ἀπήκοος, ἀνευήκοος, ἀπειθήνιος, δυσάπιστος, ἀπιθής, δυσήνιος, δυσπειθής, ἀπειθής, ἀπαράπειστος, ἀνήκοος, ἀνυπότακτος, δυσμέτοχος; Hungarian: engedetlen, szófogadatlan; Icelandic: óhlýðinn; Irish: aimhriarach, anumhal, dí-umhal, doriartha, easumhal, easurramach, míréireach, neamhumhal; Italian: disubbidiente; Latvian: nepaklausīgs, nerātns; Macedonian: непослушен; Manx: neuviallagh, meeviallagh; Maori: tīhoihoi, tutū, kapa, manini kē; Norwegian Bokmål: ulydig; Nynorsk: ulydig; Old English: unġehīersum; Plautdietsch: goaschtrich, onjehuarsom; Polish: nieposłuszny; Portuguese: desobediente; Romanian: neascultător, neobedient, dezobedient, nesupus; Russian: непокорный, непослушный; Scottish Gaelic: eas-umhail; Serbo-Croatian Cyrillic: непокоран, непослушан; Roman: nepokoran, neposlušan; Slovak: neposlušný; Slovene: neposlušen; Spanish: desobediente; Swedish: olydig, ohörsam; Tagalog: pasaway; Turkish: asi, başkaldırıcı, yaramaz; Ukrainian: непокі́рний, неслухняний; West Frisian: ongehoorzaam, dôfhûdich