δυσάγωγος
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
[ᾰ], ον, hard to guide, D.H.2.28, Luc.Abd. 3,17; ἐπὶ τὸ καλόν D.H.9.8; of horses, Hippiatr.Praef.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. difícil de guiar τοῖς πολιτικοῖς πλήθεσι ... ἐν οἷς τὸ πλεῖόν ἐστι δ. D.H.2.28, cf. D.H.15.4, c. giro prep. οἱ δυσάγωγοι ἐπὶ τὸ καλόν de soldados sediciosos, D.H.9.8, διὰ τὴν ἐλευθερίαν τοῦ νοῦ δυσάγωγοι Luc.Abd.17, δ. πρὸς ἀρετὴν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων Basil.M.29.212B
•indócil, obstinado ὁ γὰρ δ. καὶ δυσπειθὴς ἐγώ Luc.Abd.3, δυσάγωγοί τε καὶ ὀκνηροί de los judíos, Cyr.Al.Luc.1.209, ὁ δ. Ἰσραήλ Cyr.Al.M.70.1249B.
2 medic. difícil de purgar, que cuesta hacerlo evacuar neutr. plu. subst. τὰ δυσάγωγα Androm. en Gal.13.28.
German (Pape)
[Seite 674] schwer zu leiten; καὶ δυσπειθής Luc. Abdic. 3; Dion. Hal. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à conduire, à diriger.
Étymologie: δυσ-, ἀγωγή.
Russian (Dvoretsky)
δυσάγωγος: трудно управляемый, непокорный (δ. καὶ δυσπειθής Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάγωγος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀγόμενος, δυσπειθής, Διον. Ἁλ. 2. 28· ἐπί τι ὁ αὐτ. 9. 8.
Greek Monolingual
-ο (Μ δυσάγωγος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι εύκολα επιδεκτικός αγωγής, απείθαρχος, ατίθασος
2. (για άλογα) ατίθασος, αυτός που δεν οδηγείται εύκολα.