δωδεκαδάκτυλος
English (LSJ)
ον,
A twelve fingers long or broad, Apollod.Poliorc.178.3; of twelve digits, of the apparent diameter of sun and moon, Cleom.2.3; δ. ἔκφυσις the duodenum, Herophil. ap.Gal.2.572, Ruf.Anat.42.
German (Pape)
[Seite 693] zwölffingerig, ἔκφυσις; auch ὁ δ., Zwölffingerdarm, Medic.; – zwölfzöllig. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκαδάκτῠλος: -ον, ἔχων μῆκος ἢ πλάτος δώδεκα δακτύλων, δ. ἔκφυσις, τὸ δωδ. ἔντερον, Ἡρόφιλ. παρὰ Γαλην. 4, 173, ἴδε Greenhill Θεόφιλ. σ. 68. 7.
Spanish (DGE)
-ον
de doce dedos de longitud o anchura ἡ δ. ... ἔκφυσις o simpl. ἡ δ. anat. n. dado al duodeno Herophil.96, 97b, 98b, Gal.2.578, Ruf.Anat.42
•mec., en una máquina de guerra δοκὸς ... τῷ πάχει ἡμίπους ἢ δ. Apollod.Poliorc.178.3.