ἔκκροτος

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

German (Pape)

[Seite 765] erzwungen, hart, Phot. cod. 138.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκροτος: -ον, τραχύς, συνθήκη τε αὐτῷ (τῷ Εὐνομίῳ) ἐκβεβιασμένη... καὶ ἔκκροτος, ὡς ἀνάγκην εἶναι τῷ ἀναγινώσκοντι τὰ ἐκείνου τύπτειν σφοδρῶς τὸν ἀέρα τοῖς χείλεσι Φωτ. Βιβλ. σ. 97. 42: πρβλ. ὑπόκροτος.

Spanish (DGE)

-ον
que golpea, que choca, duro ret. del estilo, Eun.Cyz. en Phot.Bibl.97a1.