ἐμπορευτέα

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

English (LSJ)

   A one must tramp, Ar.Ach.480.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.

French (Bailly abrégé)

adj. verb. de ἐμπορεύομαι.

Spanish (DGE)

hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.