ἐμπερινοέω

Revision as of 12:29, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_14)

English (LSJ)

   A include in the thought of, συνάψαι φάσμα τούτοις ἐμπερινενοημένον Epicur.Nat.11.9.

German (Pape)

[Seite 812] darin von allen Seiten überlegen, Epicur. Sg. Hercul. p. 20, 5, Or.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερινοέω: περιλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, περινοῶ ἐν τῇ διανοίᾳ, Ἐπίκουρ. Ἀποσπ. σ. 20 Orelli.

Spanish (DGE)

idear, inventar en v. pas. φάσμα ... ἐνπερινενοημένον Epicur.Fr.[26.41] 5.