ἐμπερινοέω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
include in the thought of, συνάψαι φάσμα τούτοις ἐμπερινενοημένον Epicur.Nat.11.9.
Spanish (DGE)
idear, inventar en v. pas. φάσμα ... ἐνπερινενοημένον Epicur.Fr.[26.41] 5.
German (Pape)
[Seite 812] darin von allen Seiten überlegen, Epicur. Sg. Hercul. p. 20, 5, Or.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερινοέω: περιλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, περινοῶ ἐν τῇ διανοίᾳ, Ἐπίκουρ. Ἀποσπ. σ. 20 Orelli.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερινοέω: охватывать мыслью Epicur.