oriental
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. βάρβαρος, P. βαρβαρικός.
Spanish > Greek
ἀπηλιωτικός, ἀμφήλιος, ἀντόλιος, ἐξαπηλιωτικός, δαρέτιος, Δαρεῖος, ἀνατολικός, ἀντήλιος
adj.
P. and V. βάρβαρος, P. βαρβαρικός.
ἀπηλιωτικός, ἀμφήλιος, ἀντόλιος, ἐξαπηλιωτικός, δαρέτιος, Δαρεῖος, ἀνατολικός, ἀντήλιος