de difícil acceso
Spanish > Greek
δυσβήρης, δυσπρόσβατος, δυσπρόσιτος, δυσείσβολος, δυσπροσπέλαστος, δυσπροσόρμιστος, δυσπρόσορμος, δυσέμβατος, δυσπρόσοδος, δύσπορος, δύσμικτος, δυσέμβολος, δυσπρόσμικτος, ἀπειθής, δυσείσοδος
δυσβήρης, δυσπρόσβατος, δυσπρόσιτος, δυσείσβολος, δυσπροσπέλαστος, δυσπροσόρμιστος, δυσπρόσορμος, δυσέμβατος, δυσπρόσοδος, δύσπορος, δύσμικτος, δυσέμβολος, δυσπρόσμικτος, ἀπειθής, δυσείσοδος