ἀπειθής
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ἀπειθές,
A disobedient, S.Fr.45; ἀ. τοῖς νόμοις Pl.Lg.936b; of ships, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας τὰς ναῦς παρεῖχον less obedient to them, Th.2.84, cf. D.C.50.29 (Comp.), Orph.A.247; στράτευμα X.Eq. 3.6; of horses, Id.Eq.Mag.1.3; ἀπειθέα τεύχειν work disobedience, Call.Dian.66. Adv. ἀπειθῶς, ἔχειν πρός τινα Pl.R. 391b.
b unbelieving, Nonn. D. 8.306.
2 of things, inflexible, rigid, κέντρον Ael. NA1.55; σιδήρου καὶ ἀδάμαντος ἀπειθέστεροι Ph.2.87; ὀδόντες ἀ. unyielding, Opp.C.2.511; χῶρος ἀ. impracticable, of Hades, Hermesian. 7.3; δίκη ἀ. Νεμέσεως IG4.444.
II Act., not persuasive, incredible, μῦθος Thgn.1235; uninviting, πρὸς τὴν γεῦσιν Hices. ap. Ath.3.87b, c; τὴν γεῦσιν Id.323a; of places, difficult of access, Ael.Fr.120.
Spanish (DGE)
-ές
I de abstr. y cosas
1 increíble μῦθος Thgn.1235
•ref. al gusto poco convincente, poco apetecible (κτένες) πρὸς τὴν γεῦσιν ἀ. Hices. en Ath.87c, cf. 323a.
2 que no se deja persuadir, inexorable, duro τύχα Pi.Fr.40, δίκη ... ἀ. Νεμέσεως IG 4.444.9 (Fliasia), καρδία LXX Ie.5.23, ὀδόντες Opp.C.2.511, κέντρον Ael.NA 1.55
•de lugares de difícil acceso, impracticable τόποι Ael.Fr.120, del Hades χῶρος Hermesian.7.3, κέλευθος Hp.Ep.17 (p.370).
II de pers. y personif.
1 desobediente, rebelde S.Fr.50, de los judíos λαός Ep.Barn.12.4, cf. LXX Is.30.9, Si.16.6, Ph.2.87 (compar.), στράτευμα X.Eq.3.6, de caballos, X.Eq.Mag.1.3
•c. dat. ἀ. τοῖς νόμοις Pl.Lg.936b
•de naves poco manejables, que no obedecen al piloto τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας τὰς ναῦς Th.2.84, cf. D.C.50.29.1, Orph.A.247
•subst. neutr. plu. ὅτε κουράων τις ἀπειθέα μητέρι τεύχοι cuando alguna de las muchachas trama desobediencias para con la madre Call.Dian.66.
2 incrédulo Ἀγαύη Nonn.D.8.306, γυνή Chrys.M.59.185.
III adv. ἀπειθῶς = desobedientemente ὡς πρὸς ποταμόν, θεὸν ὄντα, ἀπειθῶς εἶχεν Pl.R.391b.
German (Pape)
[Seite 283] ές (πείθομαι), ungehorsam, τινί Thuc. 2, 84; νόμοις Plat. Legg. XI, 936 b, u. öfter; ἀπειθέστατοι στρατιῶται Xen. Mem. 3, 5, 19; von Pferden, Equ. 3, 6; trotzig, hart, τύχη Pind. frg. 15; ἀδάμας Paul. Sil. 3 (V, 246); κακὸς καὶ ἀπειθὴς χῶρος, von der Unterwelt, Hermesianax bei Ath. XIII, 597 b; von Schiffen, Thuc. 2, 84, schwer zu lenken. – Aber μῦθον ἀπειθῆ ἐρεῖν, Theogn. 1235, nicht überredend; vgl. πρὸς τὴν γεῦσιν ἀπ., zum Kosten nicht einladend, Ath. III, 87 c. – Adv., ἀπειθῶς ἔχειν πρός τινα, ungehorsam sein gegen Einen, Plat. Ben. III, 891 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
désobéissant, indocile ; difficile à manier, résistant;
NT: rebelle.
Étymologie: ἀ, πείθομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπειθής: непослушный, непокорный (στρατιῶται, ἵππος Xen.; τινι Thuc., Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπειθής: -ές, ὁ μὴ ὑπακούων, παρήκοος, Σοφ. Ἀποσπ. 45· ἀπ. τοῖς νόμοις Πλάτ. Νόμ. 936D· ἐπὶ πλοίων, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας τὰς ναῦς παρεῖχον, μᾶλλον δυσδιοικήτους, Θουκ. 2. 84· πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 3. 6· ἀπειθέα τεύχειν, ἀπείθειαν ἀπεργάζεσθαι, εἶναι ἀπειθῆ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 66: ― Ἐπίρρ. ἀπειθῶς ἔχειν πρός τινα Πλάτ. Πολ. 391Β. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, τραχύς, σκληρός, κέντρον Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· σιδήρου ἀπειθέστεροι Φίλων 2. 87· ὀδόντες ἀπ., μὴ ὑποχωροῦντες, Ὀππ. Κ. 2. 511· χῶρος ἀπ., δυσχερής, Ἑρμησιάν, 5.3. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ πείθων, ἀπίστευτος, μῦθος Θέογν. 1235· ὁ μὴ προκαλῶν, μὴ διεγείρων τὴν ὄρεξιν, πρὸς τὴν γεῦσιν Ἀθήν. 87C· τὴν γεῦσιν ὁ αὐτ. 323Α· οὕτως, ἐπὶ χωρῶν, Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.
English (Slater)
ᾰπειθής inflexible (Τύχα) ἀπειθής (Reiske: πένθης, πευθὴς codd. Plutarchi: “P. hatte gemeint, der Erfolg ließe sich nicht durch Peitho bestimmen” Wil., Kl. Sch. iv. 505) fr. 40.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and πείθω; unpersuadable, i.e. contumacious: disobedient.
English (Thayer)
ἀπειθες, genitive ἀπειθους (πείθομαι), impersuasible, uncompliant, contumacious (A. V. disobedient): absolutely, τίνι, Thucydides down; (in Theognis, 1235 actively not persuasive).)
Greek Monolingual
-ές (AM ἀπειθής, -οῦς)
απειθάρχητος, ανυπάκουος
αρχ.
ενεργ. αυτός που δεν πείθει, μη πειστικός.
Greek Monotonic
ἀπειθής: -ές (πείθομαι)·
I. ανυπάκουος, απείθαρχος, τοῖς νόμοις, σε Πλάτ.· λέγεται για πλοία, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέρας, πιο δύσκολα στο να κυβερνηθούν, σε Θουκ.
II. Ενεργ., μη πειστικός, απίστευτος, απίθανος, σε Θέογν.
Middle Liddell
[πείθομαι]
I. disobedient, τοῖς νόμοις Plat.; of ships, τοῖς κυβερνήταις ἀπειθεστέραι less obedient to them, Thuc.
II. act. not persuasive, incredible, Theogn.
Chinese
原文音譯:¢peiq»j 阿-胚帖士
詞類次數:形容詞(6)
原文字根:不-(可)說服(的) 相當於: (מָרָה) (מְרִי)
字義溯源:不受勸導的,不信從的,頑固的,悖逆的,違背的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἐπισείω / πείθω)*=說服)組成。這字本意是:下信從,不服從。中譯為:違背。悖逆
出現次數:總共(6);路(1);徒(1);羅(1);提後(1);多(2)
譯字彙編:
1) 違背(3) 徒26:19; 羅1:30; 提後3:2;
2) 悖逆(1) 多3:3;
3) 悖逆的(1) 多1:16;
4) 悖逆的人(1) 路1:17
Translations
disobedient
Arabic: عَاصٍ; Armenian: անհնազանդ; Asturian: desobediente; Belarusian: непакорны, непакорлівы, непаслухмяны; Bulgarian: непослушен, непокорен; Catalan: desobedient; Chukchi: ааԓёмкыԓьэн, аваԓёмкыԓьэн; Czech: neposlušný; Danish: ulydig; Dutch: ongehoorzaam; Esperanto: malobeema; Finnish: tottelematon; French: désobéissant; Galician: desobediente; German: ungehorsam; Gothic: 𐌿𐌽𐌲𐌰𐍈𐌰𐌹𐍂𐌱𐍃, 𐌿𐌽𐍄𐌰𐌻𐍃; Ancient Greek: ἀπήκοος, ἀνευήκοος, ἀπειθήνιος, δυσάπιστος, ἀπιθής, δυσήνιος, δυσπειθής, ἀπειθής, ἀπαράπειστος, ἀνήκοος, ἀνυπότακτος, δυσμέτοχος; Hungarian: engedetlen, szófogadatlan; Icelandic: óhlýðinn; Irish: aimhriarach, anumhal, dí-umhal, doriartha, easumhal, easurramach, míréireach, neamhumhal; Italian: disubbidiente; Latvian: nepaklausīgs, nerātns; Macedonian: непослушен; Manx: neuviallagh, meeviallagh; Maori: tīhoihoi, tutū, kapa, manini kē; Norwegian Bokmål: ulydig; Nynorsk: ulydig; Old English: unġehīersum; Plautdietsch: goaschtrich, onjehuarsom; Polish: nieposłuszny; Portuguese: desobediente; Romanian: neascultător, neobedient, dezobedient, nesupus; Russian: непокорный, непослушный; Scottish Gaelic: eas-umhail; Serbo-Croatian Cyrillic: непокоран, непослушан; Roman: nepokoran, neposlušan; Slovak: neposlušný; Slovene: neposlušen; Spanish: desobediente; Swedish: olydig, ohörsam; Tagalog: pasaway; Turkish: asi, başkaldırıcı, yaramaz; Ukrainian: непокі́рний, неслухняний; West Frisian: ongehoorzaam, dôfhûdich