estable
Spanish > Greek
βάσιμος, ἔμπεδος, ἀεισύστατος, ἐμπαράμονος, ἀμετάστατος, ἐμπεδής, ἀπλανής, ἐνστηνής, ἀμετάπτωτος, ἔμμονος, ἐμβριθής, ἄπτωτος, ἑδραῖος
βάσιμος, ἔμπεδος, ἀεισύστατος, ἐμπαράμονος, ἀμετάστατος, ἐμπεδής, ἀπλανής, ἐνστηνής, ἀμετάπτωτος, ἔμμονος, ἐμβριθής, ἄπτωτος, ἑδραῖος