στρέφω
English (LSJ)
Il.23.323, etc.; Dor. στράφω [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); Aeol. στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: Ep. impf.
A στρέψασκον Il.18.546: fut. στρέψω E.Med.1152, etc.: aor. 1 ἔστρεψα Id.Tr.1243, etc., Ep. στρέψα Od.4.520: pf. ἔστροφα (ἀν-) Cerc.17.30, (ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, (ἐπ-) Plb.5.110.6, (μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα (κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—Med., Il.18.488, etc.: fut. στρέψομαι 6.516, etc.: aor. ἐστρεψάμην S.OC1416, (κατ-) Th.1.94, etc.: pf. Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι (κατ-) Isoc.5.21:—Pass., fut. στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6, (ἀνα-) Isoc.5.64, (δια-) Ar.Eq.175, Av.177, (μετα-) Pl.R.518d; fut. Med. (in pass. sense) στρέψομαι (ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in Att., Ar.Th.1128, Pl.Plt.273e; Dor. ἐστράφθην Sophr. 88, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν) in Hdt.1.130 (but στραφῆναι Id.3.129): aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant.315, etc., freq. in Att., Ar.Ach.537 (μετα-), Th.5.97 (κατα-), Pl.Ti.77b: pf. ἔστραμμαι h.Merc.411, Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; ἔστρεμμαι Eudox.Ars 12.10 (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:—turn about or aside, ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520; ἵππους σ. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.; σ. πηδάλιον Pi.Fr.40; τὸν οἴακα Anaxandr.4.5, cf. Men.482.4; σάκος S.Aj.575; of persons, ἡλίου πρὸς ἀντολὰς στρέψασα σαυτήν A.Pr.708; πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε E.Ph.457, cf. Hec.344; πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med.1152; ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68; σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th.902; σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu.1455; πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp.413; στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr.1149; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D. 2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν σ., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4; τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12; τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε . . ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt.269e, cf. Epin.977b. II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω σ. turn upside down, A.Eu.651; κάτω σ. S.Ant. 717, Ar.Ec.733; σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg.511a, cf. Euthd.276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους σ. D.21.91; so δίκα καὶ πάντα πάλιν στρέφεται E.Med.411 (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT1166, Fr.536 (troch.); γῆν σ. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn., πάσας σ. στροφάς Pl.Ti.43e; γράμματα πανταχῇ σ. Id.Cra.414c: c. inf., change a thing so as to . ., εὔκλειαν ἔχειν βιοτὰν στρέψουσι φᾶμαι E.Med.416 (lyr.). III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (so στραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129, cf. Pl.Lg.789e). 2 metaph. of pain, twist, torture, κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177, cf. Ar.Pl.1131, Fr.462, Ael. NA2.44 (Pass.), Gal.19.141; βρέμει ἡ κοιλίη καὶ στρέφει καὶ βορβορύζει Hp.Int.6: so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R.330e. 3 of corruptions in Music, κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15. IV twist, plait, σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15; ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc.411; spin, ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7, cf. 1; ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i (Caralis); κρόκην σ. Luc.Fug. 12: metaph., μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e. V t.t. of wrestlers, twist the adversary back, Poll.3.155: metaph., ἔριδα σ. Pi.N.4.93. VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec.750; πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8; βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48; τὸ πρᾶγμα πανταχῇ στρέφων ἀγαγεῖν ἐπ' ἐμέ D.21.116. VII return, give back, ἀργύριά τισι Ev.Matt.27.3. VIII convert, τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B. IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20. B Pass. and Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ἔν τε κύνεσσι κάπριος ἠὲ λέων στρέφεται 12.42; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664. 2 turn to or from an object, ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC1648, Ant.315, etc.; στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th.230,610. 3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti.40b; of the distaff, Id.R.617a; of a joint, ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V.1495. II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr.236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R.405c, cf. Euthd.302b. 2 turn and change, κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr.1134; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117. III to be always engaged in or about, ἐν τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Pl.Tht.194b; περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph.1004b22, cf. Phld.Rh.2p.124S. 2 generally, to be at large, go about, ἀνειμένη στρέφει S.El.516; ἐν κυσὶν . . ἐστράφην λύκος Sol.37.6; στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139 S.; of things, to be rife, ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23. 3 of places, τόποι ἐπὶ . . τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards... Plb.2.15.8, etc. C in strict med. sense, turn about with oneself, take back, στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC1416. D intr. in Act., like Pass., turn about, Il.18.544,546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32; στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3; ποῖ στροφαὶ . . μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr.738, cf. E.Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8; ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42.