ἀν-

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀν Medium diacritics: ἀν- Low diacritics: αν- Capitals: ΑΝ-
Transliteration A: an- Transliteration B: an- Transliteration C: an- Beta Code: a)n

English (LSJ)

negat. Prefix, of which ἀ- privativum (q.v.) is a shortened form.

Spanish (DGE)

prefijo negativo, cf. 1 ἀ-.
• Diccionario Micénico: a-na-pu-ke ἀνάμπυξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀν-: ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν μόριον, οὗ συντετμημένος τύπος εἶναι τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ πολλάκις παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς ἀέκων, ἄελπτος, ἄεργος), ὁ δὲ πλήρης τύπος διέμεινεν ἐν τοῖς ἀνάεδνος, ἀνάελπτος. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ ἄνευ, Δωρ. ἄνις· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.

Russian (Dvoretsky)

(ᾰ) отриц. приставка (ἀ privativum) перед начальной гласной не- (ἀναμφίλογος несомненный), без- (ἀναίσχυντος бесстыдный).