καμαροειδής
English (LSJ)
ές,
A like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.
German (Pape)
[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.