καμαροειδής

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰροειδής Medium diacritics: καμαροειδής Low diacritics: καμαροειδής Capitals: ΚΑΜΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kamaroeidḗs Transliteration B: kamaroeidēs Transliteration C: kamaroeidis Beta Code: kamaroeidh/s

English (LSJ)

καμαροειδές, like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.

German (Pape)

[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.

Spanish

abovedado, que tiene forma de bóveda

Greek Monolingual

-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].

Léxico de magia

-ές graf. καμορο- abovedado, que tiene forma de bóveda de una luz μετὰ τὸ εἰπεῖν τὴν φωταγωγίαν ἄνυξον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὄψῃ τὸ φῶς τοῦ λύχνου καμοροειδὲς γινόμενον después de pronunciar la fórmula para captar la luz, abre los ojos y verás que la luz de la lámpara se ha vuelto abovedada P IV 1105