παρθενικός

Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a maiden, σκευή D.S.16.26 ; ὁ π. χιτών Plu.Comp. Lyc.Num.3 ; ἀνὴρ π. LXX Jl.1.8 (cf. παρθένιος 1.2) ; π. ἀνδριάς statue of a matron represented as a maiden, BMus.Inscr.1047 ; παρθενικὰ πράττειν Ael.VH12.1.    II παρθενικόν, τό, = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.

German (Pape)

[Seite 521] wie παρθένιος, jungfräulich, κόρη, Epigr. bei Ath. II, 61 b.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενικός: -ή, -όν, (ἴδε τὸ προηγ.), ὡς τὸ παρθένιος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παρθένον, ὁ π. χιτὼν Πλουτ. Λυκούργ. Κ. Νουμ. Σύγκρ. 3, πρβλ. παρθένιος˙ γῆ π., ἐξ ἧς ἐπλάσθη ὁ Ἀδάμ, Ἐκκλ.: Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐμάθ. 5. 6.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de jeune fille ; ἡ παρθενική, jeune fille vierge.
Étymologie: παρθένος.

Spanish

virginal, virgen