πολυμερής

Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

ές, (μέρος)

   A consisting of many parts, manifold, opp. εἷς, Ti.Locr.98d (Sup.), cf. Arist.de An.411b11, PA683b5 (Comp.); πρᾶξις Id.Po.1459b1; -έστατον τὸ δωδεκάεδρον Plu.2.427b. Adv. -ρῶς Porph.Sent.34.    2 of divers kinds, τῆς ὕβρεως οὔσης π. Arist.Pol. 1311a33. Adv. -ρῶς in many ways, Ep.Hebr.1.1, Plu.2.537d, Ptol. Tetr.127.

German (Pape)

[Seite 666] ές, aus vielen Theilen bestehend; ὕδατος στοιχεῖον πολυμερέστατον, Tim. Locr. 98 d; Folgde; in poet. Form πουλυμερής, Philp. 67 (VII, 383).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐκ πολλῶν μερῶν συνιστάμενος, ἀντίθετ. τῷ εἷς, Τίμ. Λοκρ. 98D, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 5, 27, π. Ζ. Μορ. 4. 7, 1, κ. ἀλλ. 2) ποκίλος, πολλαπλοῦς, πολλῶν εἰδῶν, τῆς ὕβρεως οὔσης π. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 10, 15, πρβλ. Ποιητ. 23. 3. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, ὁ κατὰ πολλοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 537D, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. α΄, 1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se compose de plusieurs parties, multiple ; particul. réduit en plusieurs morceaux;
2 de diverses sortes.
Étymologie: πολύς, μέρος.

Spanish

compuesto de muchas partes