ὑοσκύαμος

Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

ὁ, (ὗς)

   A henbane, Hyoscyamus niger, Hp. Morb.2.43, X.Oec.1.13, Dsc.4.68, POxy.1088.39 (i A.D.), Plu.Demetr. 20, Sor.2.41, PHolm.21.12, 25.5; other varieties, ὑ. μηλινοειδής, H. aureus, ὑ. λευκός, H. albus, Dsc. l.c.: also ὑοσκύεμος, PMag.Osl. 1.327.

German (Pape)

[Seite 1179] ὁ (eigtl. Saubohne), das Bilsenkraut, dessen Genuß Schwindel und Wahnsinn erregt; Xen. Oec. 1, 13; vgl. Plut. Demetr. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ὑοσκύᾰμος: ὁ, (ὗς) εἶδος δηλητηριώδους φυτοῦ ὅπερ ἐσθιόμενον προξενεῖ κάρωσιν καὶ μανίαν, Hyoscyamus niger, τὸν ὑοσκύαμον ὑφ’ οὗ οἱ φαγόντες παραπλῆγες γίνονται Ξεν. Οἰκ. 1, 13, Διοσκ. 4. 69., 6. 15, κλπ., Πλουτ. Δημήτρ. 20. - ὁ ὑοσκύαμος νῦν ποὺ μὲν διατηρεῖ τὸ ἀρχαῖον ὄνομα, ποὺ δὲ καλεῖται «γεροῦλι», Sibthorpe.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
jusquiame litt. « fève de porc », plante.
Étymologie: ὗς, κύαμος.

Spanish

beleño