ὗς
English (LSJ)
(A), ὗν, gen. ὑός [ῠ]; or σῦς, σῦν, gen. σῠός, ὁ and ἡ: Hom. prefers σῦς, and uses ὗς only metri gr.: in Hdt. and Att. ὗς is the prevailing form, as also at Rhodes, IG12(1).905, Myconos, SIG1024.16(iii/ii B. C.), etc., and ὑῶν ὄρος is an Argive place-name, ib.56.25 (V B.C.);
A ὖς Alc.99 (s.v.l.); both forms in Pi., v. infr.; ὗς in PCair.Zen. 462.7 (iii B. C.), LXX Le.11.7, al. (σῦς only as v.l. in Ps.79(80).14), and Plb.8.29.4, 31.14.3, 34.8.8 (συναγρειον f.l. in 8.26.10, B.-W. ii Praef. p.lxxvii); but σῦς (acc. σῦν) in IG5(1).1390.34, al. (Andania, i B. C.): pl., nom. ὕες, σύες; acc. ὕας, σύας, Att. ὗς Pl.Tht.166c, Plb.12.4.5,8, GDI5633.9 (Clazomenae) (σῦς Od.14.107); gen. ὑῶν, συῶν; dat. ὑσί (συσί Il.5.783, 7.257), but Ep. also ὕεσσι Od.13.410, σύεσσι (v. infr.):—the wild swine, of the boar, σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα Il.9.539, cf. 8.338, al.; ἀργοτέρῳ συΐ καπρίῳ 11.293; ἀγροτέροισι σύεσσιν ἐοικότε 12.146; ἀργιόδοντος ὑός 10.264; also called σῦς κάπριος or κάπρος, v. sub vocc.; cf. also χλούνης; of the sow, συὸς ληϊβοτείρης Od.18.29; ὗς ἄγριος Hdt.4.192, cf. X.Cyr.1.6.28, etc.; ὕες (v.l. ὗς) ἄγριαι Arist.HA578a25.
2 of the domesticated animal, Od. 14.14; the hogs being eaten, ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ Il.23.32; they were fed on acorns, Od. 10.243; also on μῆλα πλατανίστινα, Gal.6.597; τοκὰς ὗς = sus foeta, Luc.Lex.6, cf. Od. 14.16; ὗς ἐπίτεξ Alciphr. 3.73.
3 provs., Βοιωτία ὗς, of stupidity (cf. συοβοιωτοί), Pi.O.6.90, cf. Fr.83 (σύας); ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν (or more shortly ἡ ὗς τὴν Ἀθηνᾶν, Lat. sus Minervam, Plu.Dem. 11), of dunces setting themselves up against wise men, Theoc.5.23; οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη Pl. La.196d; ὗς διὰ ῥόδων 'a bull in a china-shop', Crates Com.4; ὗς ἐκώμασε, of arrogant and insolent behaviour, Theognost.Can.24; ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, of one who runs wilfully into destruction, Dinoloch.14; παχὺς ὗς ἔκειτ' ἐπὶ στόμα (cf. βοῦς VIII) Men.21; λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν I will give my rage vent ('go the whole hog'), Ar.Lys. 684.
II = ὕαινα ΙΙ, Epich.68, Archestr.Fr.22.1.
III v. ὕσγη. (Cf. Lat. sys, OE. sú, sw-in: perhaps I.-E. sū-s fem. 'mother', cf. Skt. sū-s 'mother', sū-te 'bring forth (young)'; change of meaning as in Polish maciora (1) 'mother', (2) 'sow', and in Sardinian mardi 'sow', from mater; Skt. sū-s is also masc., and σῦς is difficult.)
(B), Dor. for οἷ,
A whither, IG4.498.4 (Mycenae, ii B. C.).
II Dor. for ἐκεῖ (σε), in the gloss ὕσειμι· ἐκεῖ βαδίζω, Hsch. (cf. ὗσπερ).
French (Bailly abrégé)
1ὑός, ὑΐ, ὗν ; ὗες, ὑῶν, ὑσί, ὗς (ὁ, ἡ)
1 masc. porc ou sanglier, fém. truie ou laie, animal ; ὗς ἄγριος sanglier ; ὗς ποτ' Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε THCR ou simpl. ἡ ὗς τὴν Ἀθηνᾶν PLUT un porc a cherché querelle à Athéna, càd un ignorant veut faire la leçon à un homme instruit;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: R. Συ, procréer ; cf. R. skr. Sû, m. sign. ; cf. σῦς, υἱός.
Syn. κάπρος, μονίας, μονιός, σῦς.
2v. υἷος.
German (Pape)
ὁ und ἡ, gen. ὑός, acc. ὗν, wie σῦς, Schwein, Eber und Sau; gew. das zahme Schwein, Hom., der aber σῦς häufiger gebraucht; auch Her. hat beide Formen; ὗς ἄγριος Xen. Cyr. 1.6.28, wie Pol. 8.28.10, der auch ὗς allein so braucht, 8.31.4 und sonst. – Sprichwörtlich war ὗς ποτ' Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε, Theocr. 5.23, oder kürzer ὗς πρὸς Ἀθηνᾶν, sus Minervam, vom Kampfe der Unverständigen gegen die Verständigen; ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Crates bei Phot.; ὗς ἐκώμασε, vom übermütigen, frechen Betragen; ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, von Einem, der wissentlich in sein eigenes Verderben läuft; οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη, Plat. Lach. 196d. Über ὗς Βοιωτία s. die Erklärer zu Pind. Ol. 6.90.
[Υ ist in allen zweisilbigen Casus kurz.]
Russian (Dvoretsky)
ὗς: ὑός ὁ и ἡ (dat. ὑΐ, acc. ὗν; pl.: ὗες, ὑῶν, ὑσί, ὗς - с ῡ в односложн. формах и с ῠ в двусложн.) кабан, свинья Hom.: ὗς ἄγριος Her., Xen. дикий кабан; ὗς Βοιωτία Pind. беотийская свинья (о грубом человеке); ὗς ποτ᾽ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισεν Theocr. или ὗ. τὴν или πρὸς Ἀθηνᾶν Plut. бралась свинья учить Афину (погов. о самонадеянных невеждах); λύειν τὴν ἑαυτοῦ ὗν Arph. давать волю своим звериным инстинктам, т. е. гневу.
Greek (Liddell-Scott)
ὗς: ὗν (ὗα Συλλ. Ἐπιγρ. 2360. 8), γεν. ὑὸς [ῠ]· ἢ σῦς, σῦν, γεν. σῠός, ὁ καὶ ἡ· ὁ Ὅμ. προτιμᾷ τὸν τύπον σῦς, χρῆται δὲ τῷ ὗς μόνον χάριν τοῦ μέτρου· παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ὗς εἶναι ὁ ἐπικρατῶν τύπος· πληθ. ὀνομ. ὕες, σύες, κατ’ Ἀττ. συναίρεσιν ὗς (ἀλλ’ οὐδέποτε οὕτω παρ’ Ὁμ.)· αἰτ. ὕας, σύας, κατ’ Ἀττ. συναίρ. σῦς (καὶ ἐν Ὀδ. Ξ. 107)· γεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσὶ (Ἰλ. Ε. 783, Η. 257), ἀλλ’ Ἐπικ. καὶ ὕεσσι, σύεσσι. Ὁ ἄγριος χοῖρος εἴτε ἄρρην (κάπρος) εἴτε θῆλυς· ἐπὶ τοῦ κάπρου, σῦν ἄγριον ἀργιόδοντα Ἰλ. Ι. 539, πρβλ. Θ. 338· ἀγροτέρῳ συῒ Λ. 293 ἀγροτέροισι σύεσσι ἐοικότες Μ. 146· ἀργιόδοντος ὑὸς Κ. 264· λέγεται δὲ καὶ σῦς κάπριος ἢ κάπρος, ἴδε τὰς λέξεις· πρβλ. ὡσαύτως χλούνης· ― ἐπὶ τοῦ θήλεος χοίρου, συὸς ληιβοτείρης Ὀδ. Σ. 29· ― τὴν τόλμην καὶ τὴν ἰσχὺν τοῦ κάπρου καλῶς ἐγίνωσκεν ὁ Ὅμηρος καὶ περιγράφει τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπιτίθεται μετὰ πολλῆς λεπτομερείας ἐν Ἰλ. Μ. 146, κ. ἀλλ., πρβλ. δοχμόομαι· ― οὕτω παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμ. συγγραφεῦσιν, ὗς ἄγριος Ἡρόδ. 4. 192, Ξεν. ἐν Κύρ. 1. 6, 28, κλπ.· ὕες ἄγριαι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 1. 2) ἐπὶ τοῦ κατοικιδίου χοίρου· ὁ Ὀδυσσεὺς εἶχεν 600 θήλεις καὶ 360 ἄρρενας, Ὀδ. Ξ. 13-20· ― οἱ ἄρρενες ἐχρησίμευον πρὸς τροφήν, αὐτόθι 17, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 32, ἔνθα οἱ ὕες θαλέθοντες ἀλοιφῇ εὐόμενοι τανύοντο διὰ φλογός, «ἐξετείνοντο φλογιζόμενοι τῷ πυρὶ» (Σχόλ.)· ἐτρέφοντο δὲ διὰ βαλάνων, ἔσθουσαι βάλανον μενοεικέα Ὀδ. Ν. 409, πρβλ. Κ. 243· τοκὰς ὗς, sus foeta, Λουκ. Λεξιφάν. 6, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 16· ὗς ἐπίτεξ Ἀλκίφρων 3. 73. 3) παροιμίαι, Βοιωτία ὗς, ἐπὶ ἀγροικίας καὶ ἀναγωγίας (πρβλ. Συοβοιωτοί), Πινδ. Ο. 6. 153· ὗς ποτ’ Ἀθηναίαν ἔριν ἤρισε (ἢ συντομώτερον ὗς τὴν Ἀθηνᾶν, Λατιν. sus Minervam, Πλουτ. Δημοσθ. 11), «παροιμία ἐπὶ τῶν τοῖς κρείττοσιν ἐριζόντων» (Σχόλ.), Θεόκρ. 5. 23· οὐκ ἂν πᾶσα ὗς γνοίη Πλάτ. Λάχ. 196D· ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6· ὗς ἐκώμασε, παροιμία ἐπὶ τῶν ἀκόσμων, δηλ. ἐπὶ τῶν ἀκόσμως τι ποιούντων, Θεογνώστου Κανόν. 24, 66· ὗς ὑπὸ ῥόπαλον δραμεῖται, «παροιμία παρὰ Δεινάρχῳ ἐπὶ τῶν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον ἐμβαλλόντων» Παροιμιογρ. Κῶδ. Βολδειαν. 918, Φώτ. 634, 15· παχὺς ὗς ἔκειτ’ ἐπὶ στόμα (πρβλ. βοῦς IV), ἐπὶ τῶν ὑπὸ τρυφῆς καὶ ἀδηφαγίας ὑπερσαρκησάντων, Μένανδρος ἐν «Ἁλιεῦσιν» 1· λύσω τὴν ἐμαυτῆς ὗν, θὰ κενώσω ὅλην μου τὴν ὀργήν, θὰ ἀφήσω νὰ ἐκσπάσῃ ὅλος ὁ θυμός μου, Ἀριστοφ. Λυσ. 684. ΙΙ. = ὕαινα ΙΙ, Ἐπίχ. καὶ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326Ε, F. ΙΙΙ. = ὕσγη, Παυσ. 10. 36, 1. (Πρβλ. Λατιν. sus· Γοτθ. sv-ein· Ἀγγλο-Σαξον. swin· Ἀρχ. Γερμ. su (sau, sow)· Σλαυ. sv-inja· ― κατὰ τὸν Κούρτ. ἡ ῥίζα εὑρίσκεται ἐν τῷ Σανσκρ. sû (generare)· ἕτεροι σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σεύομαι, θύω Β).
English (Autenrieth)
υός (σῦς), acc. ὗν, pl. dat. ὕεσσι: swine, pig, sow or boar. ὗς or σῦς ac cording to metrical convenience, but the latter is more common than the former.
English (Slater)
ὗς (cf. σῦς.) swine ἀρχαῖον ὄνειδος Βοιωτίαν ὗν (cf. fr. 83.) (O. 6.90)
English (Strong)
apparently a primary word; a hog ("swine"): sow.
English (Thayer)
ὑός, ἡ, from Homer down, the Sept. several times for חֲזִיר, a swine: 2 Peter 2:22.
Greek Monotonic
ὗς: ὗν, γεν. ὑός [ῠ] ή σῦς, σῦν, γεν. σῠός, ὁ και ἡ· πληθ., ονομ. ὕες (Αττ. ὗς), σύες, αιτ. ὕας, σύας (Αττ. σῦς)· γεν. συῶν, δοτ. ὑσί, συσί, Επικ. επίσης ὕεσσι, σύεσσι,
1. αγριόχοιρος, αγριογούρουνο, είτε αρσενικός (κάπρος) είτε θηλυκός (γουρούνα), σε Όμηρ. κ.λπ.· σῦς ἄγριος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης σῦς κάπριος ή κάπρος, βλ. κατωτ.
2. οικόσιτο γουρούνι, χοίρος, σε Όμηρ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. the wild swine, whether boar (hog) or sow, Hom., etc.; σῦς ἄγριος Il.; also σῦς κάπριος or κάπρος, v. sub vocc.
2. the domestic pig, Hom., etc.
Frisk Etymology German
ὗς: ὑός
{hũs}
Grammar: m. f.
Meaning: Schwein, Sau, Eber (seit Il.), ὗς (θαλάττιος) N. eines Fisches (Epich., Archestr.; vgl. zu σύαινα s. σῦς).
Composita : Als Vorderglied u.a. in ὑφορβός m. Schweinehirt (Od. u.a.) mit -έω (Chios V-IVa), auch ὑοφορβός mit -ία, -ιον (hell. u.sp.); ὑσπέλεθος m. Schweinekot (D. C., Poll.), ὑσπολεῖν· συβωτεῖν H., Ὕσπορος m. N. eines Flusses (Nonn.; volksetymologisch nach Βόσπορος, vgl. Maas KZ 52, 305).
Derivative: Davon 1. Demin. ὑΐδιον (ὕδ-) n. (X. u.a.). 2. Adj. ὕειος vom Schweine (ion. att.), -ικός ib. (X., hell. u. sp.); mit pejorativem Nebensinn -ηνός schweinisch, säuisch (vgl. σκαληνός, γαληνός u.a.) mit -ία f. säuisches, tölpisches Wesen, -έω säuisch, dumm sein, -εύς m. säuischer, gemeiner Mensch (att.); ebenso -ώδης (Plu.) mit -ωδία (Ath.). 3. Lokalbez. ὑών m. Schweinestall (hell. Pap.). 4. Verb ὑιζω wie ein Schwein schreien mit -ισμός (Poll.). 5. Ὑστήρια n. pl. N. eines Aphrodite -Festes in Argos (Zenod. ap. Ath. 3, 96 a; nach μυστήρια). —Zu Ὑάδες, ὕαινα, ὕκης, ὕνις s. bes.; vgl. noch ὕδνον.
Etymology : Alte Benennung des Schweins und des Ebers, in mehreren Sprachen erhalten: lat. sūs, germ., z.B. ahd. sū = nhd. Sau, aw. hūš (Hoffmann Münch. Stud. 22, 33 ff.) usw., idg. *sū-s; dazu mit verschiedenen Suffixen germ., z.B. ahd. swīn = nhd. Schwein, slav., z.B. aksl. svinija, aind. sūkará- m., toch. B suwo u.a.m., s. WP. 2, 512f., Pok. 1038f., W.-Hofmann s. sūs m. weiteren Formen u. Lit. — Über idg. *sūs ausgewachsenes Schwein, Mutterschwein gegenüber *porḱos (lat. porcus usw.) eig. Ferkel s. Benveniste BSL 45, 74ff.; daselbst auch Bemerkungen zu verschiedenen unbeweisbaren od. unhaltbaren Hypothesen über die Vorgeschichte von idg. *sūs. — Vgl. σῦς, χοῖρος und χλούνης.
Page 2,973-974
Chinese
原文音譯:áj 虛士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:豬
字義溯源:豬^,母豬
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 豬(1) 彼後2:22
Mantoulidis Etymological
-ός (=γουρούνι) ἤ σῦς, συός. Ἴσως εἶναι ἠχοποίητη λέξη. Ἴσως σχετίζεται μέ τό σεύομαι (=ὁρμῶ). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὑϊκός (=χοιρινός), ὑΐδιον (ὑποκορ. τοῦ ὗς), ὕστριξ (=σκαντζόχοιρος).
Translations
Abau: huok; Abenaki: piks; Abkhaz: аҳәа; Abu' Arapesh: bul; Acehnese: bui; Adyghe: къо, хъо; Afrikaans: vark; Agarabi: pon; Aklanon: baboy; Albanian: derr, thi; Ama: fu; Amanab: tata; Amharic: አሳማ; Aneme Wake: boro; Ansus: tapui; Apache Western Apache: góchiʼ; Arabic: خِنْزِير, حَلُوف; Egyptian Arabic: خنزير, حلوف; Gulf Arabic: خنزير; Moroccan Arabic: حلوف, خنزير; North Levantine Arabic: خنزير; Aragonese: cochín; Aramaic Hebrew: חזירא, חזירתא; Syriac: ܚܙܝܪܐ, ܚܙܝܪܬܐ; Archi: боӏкь; Armenian: խոզ; Aromanian: porcu; Assamese: গাহৰি; Asturian: gochu, gocha; Atayal: bzyok; Avar: болъон; Azerbaijani: donuz; Bahnar: nhŭng; Balinese: celeng; Bashkir: сусҡа; Basque: urde, zerri, txerri; Bau Bidayuh: oyuo; Belarusian: свіння, сьвіньня; Bengali: শুওর; Bodo: अमा; Bouyei: duezmul, mul; Breton: pemoc'h; Brunei Malay: bayi; Budukh: вак; Buginese: bawi; Bulgarian: свиня; Burmese: ဝက်; Buryat: гахай; Catalan: porc; Cebuano: baboy; Central Melanau: babui; Chamicuro: kuuchi; Chamorro: babui; Chechen: хьакха, жаргӏа; Chepang: प्याक्; Cherokee: ᏏᏆ; Chichewa: nkhumba; Chickasaw: shokha'; Chinese Cantonese: 豬, 猪; Dungan: җў; Gan: 豬, 猪; Hakka: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Jin: 豬, 猪; Mandarin: 豬, 猪, 豬玀, 猪猡, 豕; Min Dong: 豬, 猪; Min Nan: 豬, 猪, 豬仔, 猪仔; Wu: 豬玀, 猪猡; Xiang: 豬, 猪; Chuvash: сысна; Comox: kʷašu; Cornish: hogh, mogh; Cree: kohkôs; Czech: prase, vepř, svině; Da'a Kaili: vavu; Dalmatian: puarc; Danish: svin, gris; Drung: waq; Dutch: zwijn, varken; Eastern Cham: ꨚꨝꨶꨬ, ꨂꩆ; Eastern Mari: сӧсна; Erzya: туво; Ese: maha; Esperanto: porko, virporko, porkiĉo, porkino; Estonian: siga, põrsas; Evenki: сунюрин; Faroese: svín; Fijian: vuaka; Finnish: sika; French: cochon, porc, pourceau; Old French: porc, bacon; Friulian: purcit; Galician: porco, cocho, quino; Garo: wak; Georgian: ღორი; German: Schwein, Hausschwein, Sau; Alemannic German: Sou; Franconian: Mocke; Regional German: Docke, Wutz; Swabian: Kosel; Gondi: పద్ది; Gothic: 𐍃𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: γουρούνι; Ancient Greek: ὗς, χοῖρος; Greenlandic: puuluki; Guerrero Amuzgo: kítzku; Gujarati: ડુક્કર, શૂકર; Hausa: alade; Hawaiian: puaʻa; Hebrew: חֲזִיר; Higaonon: babuy; Hindi: सूअर; Hopi: pitsooti; Hungarian: sertés, disznó, malac; Hunsrik: Schwein; Iban: jani, babi; Ibanag: babuy; Icelandic: svín; Ido: porko, porkulo, porkino; Ilocano: baboy; Imonda: malhu; Inabaknon: baktin; Indonesian: babi; Interlingua: porco; Irish: muc; Italian: maiale, porco, suino; Iu Mien: dungz; Japanese: 豚, ブタ; Javanese: ꦧꦧꦶ; Jeju: 도새기; Jingpho: wa'; Kabardian: кхъуэ; Kalmyk: һаха; Kannada: ಹಂದಿ; Karelian: počči; Kashubian: swinia; Kazakh: шошқа; Khasi: sniang; Khmer: ជ្រូក; Kimaragang: wogok; Koho: sur, un; Kokborok: wak; Kombio: wurokn; Korean: 돼지; Krisa: a; Kumyk: донгуз; Kurdish Central Kurdish: بەراز; Northern Kurdish: beraz, xinzîr, xûk; Kyrgyz: чочко; Ladin: porcel; Lao: ໝູ; Latgalian: cyuka; Latin: sus, porcus; Latvian: cūka; Ledo Kaili: bavu; Lezgi: вак; Limburgish: zwien, verke; Lithuanian: kiaulė; Livonian: sigā; Low German: Swien; Ludian: šiga; Luganda: embizzi; Lusitanian: porcom, porgom; Luxembourgish: Schwäin; Lü: ᦖᦴ; Macedonian: свиња; Maguindanao: babuy; Malagasy: kisoa; Malay: babi, khinzir; Malayalam: പന്നി; Maltese: ħanżir, qażquż; Maléku Jaíka: tunhífa; Manchu: ᡠᠯᡤᡳᠶᠠᠨ; Mandar: boe; Mansaka: baboy; Manx: muc; Maori: poaka; Maranao: beboy, pandak; Marathi: डुकर; Mazanderani: خی; Menominee: kōhkōs; Mi'kmaq: gulgwi's anim; Moksha: тува; Mon: ကၠိက်; Mongolian Cyrillic: гахай; Uyghurjin: ᠭᠠᠬᠠᠢ; Montagnais: kukush; Motu: boroma; Mountain Koiari: ovo; Nahuatl: pitzotl; Nanai: олгиан; Navajo: bisóodi; Nepali: सुँगुर; Newar: फा; Ngazidja Comorian: purunku; Nii: kung; Nivkh: овӻоӈ, олӻоӈ; Norman: couochon, bête à saie, por, gronneux, moussieu, quétot; North Frisian: Swin; Norwegian: svin, gris; Nyunga: beerk; Occitan: pòrc, puèrc; Ojibwe: gookoosh; Okinawan: っわー; Old Church Slavonic Cyrillic: свиниꙗ; Old East Slavic: свиньꙗ; Old English: swīn; Old Javanese: wők; Old Turkic: 𐱃𐰆𐰭𐰆𐰕; Oriya: ଘୁଷୁରିଛୁଆ; Oromo: booyee; Ossetian: хуы; Ottawa: gookoosh; Pacoh: alic, alíc; Palauan: babii; Pashto: خنځير, خوګ; Persian: خوک; Plautdietsch: Schwien; Polish: świnia; Portuguese: porco, suíno; Potawatomi: kokosh; Punjabi: ਸੂਰ; Quechua: khuchi; Rabha: বাক; Rapa Nui: oru; Romani: balo, bali; Romanian: porc; Romansch: portg, piertg, püerch, chucal; Russian: свинья, боров; S'gaw Karen: ထိး; Sami Inari Sami: šahe; Kildin Sami: шагкь; Northern Sami: spiidni; Skolt Sami: šââ´ǩǩ; Samoan: pua'a; Sango: gaduru, ngûru; Sanskrit: सूकर; Santali: ᱥᱩᱠᱨᱤ; Sardinian: porcu, polcu, procu, mannale, mannali; Campidanese: procu, mannali, sue; Scottish Gaelic: muc; Sebop: bu'in; Serbo-Croatian Cyrillic: свиња; Roman: svínja; Shan: မူ; Sichuan Yi: ꃮ, ꃢ; Sicilian: porcu, majali; Sinhalese: ඌරා; Slovak: prasa, sviňa; Slovene: svinja, prašič, pujs; Somali: doofaar; Sorbian Lower Sorbian: swinja; Upper Sorbian: swinjo; Spanish: cerdo, chancho, chon, coche, cochi, cochín, cochino, cocho, cuchi, cuto, gocho, gorrino, guarro, marrano, puerco, tocino, tunco, pitzote; Swahili: nguruwe; Swedish: gris, svin; Sylheti: ꠉꠣꠠꠤꠀ, ꠡꠥꠅꠞ; Tabaru: titi; Tagal Murut: bawi, biag; Tagalog: baboy; Tai Tai Tajik: хук; Tamil: பன்றி; Taos: kùciʼína; Tatar: дуңгыз, чучка; Tausug: babuy; Telugu: పంది, సూకరము; Ternate: soho; Tetum: fahi; Thai: หมู; Tibetan: ཕག་པ; Tigrinya: ሓሰማ; Timugon Murut: bawi; Tiwa: oa; Tocharian B: suwo; Tok Pisin: pik; Tolai: boroi; Tongan: puaka; Tswana: kolobe; Turkish: domuz, hınzır; Turkmen: doňuz; Tuvan: хаван; Ubir: foro; Udi: боъкъ; Udmurt: парсь; Ukrainian: свиня; Urat: hro'; Urdu: خوک, خنزیر, سؤر; Urhobo: esi; Uyghur: چوشقا; Uzbek: choʻchka, choʻchqa; Venetian: mas-cio, porselo, porzèl; Veps: siga; Vietnamese: heo, lợn, cúi; Volapük: svin, hisvin, jisvin, omsvin, domasvin; Voro: tsiga; Votic: sika; Walloon: pourcea, coshet; Waray-Waray: baboy; Warembori: pue; Welsh: mochyn; West Coast Bajau: menungal, ogok, bakas; West Frisian: baarch; Western Bukidnon Manobo: bavuy; White Hmong: npua; Wolof: mbam-xuux mi; Yakut: сибиинньэ; Yiddish: חזיר, כאַזער; Yoruba: ẹlẹ́dẹ̀, òdo; Yup'ik: sitiinkaq; Zazaki: xoz, xenzir; Zhuang: mou; Zulu: ingulube