ὠτίον
English (LSJ)
τό, prop. Dim. of οὖς,
A auricle, Dsc.Eup.1.63, cf. 62; but usu. = οὖς, AP11.81 (Lucill.), LXX 1 Ki.9.15, al., Ev.Matt.26.51, Arr. Epict.1.18.18, PMag.Osl.1.332. II metaph., a little handle, προχύτου Hero Spir.1.9; χωρὶς ὠτίων ποτήριον Theopomp.Com.31, cf. Aët.1.138. 2 = ὠτάριον 111, Xenocr. ap. Orib.2.58.130; gloss on τήθη, = λεπὰς ἀγρία, Sch.Nic.Al.396.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτίον: τό, κυρίως ὡς τὸ ὠτάριον, ὑποκορ. τοῦ οὖς, ἀλλὰ συχνάκις = οὖς, Ἀνθ. Παλατ. 11. 81, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Θ΄, 15, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 51, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 211. ΙΙ. μεταφ., μικρὰ λαβή, «χεροῦλι», λαγήνου Ἥρων ἐν Math. Veit. 163. 2) εἶδος ὀστρακοδέρμου, Ξενοκρ. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ σ. 150, 157, καὶ παραβαλ. ὠτάριον 2.