ὠτάριον

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτάριον Medium diacritics: ὠτάριον Low diacritics: ωτάριον Capitals: ΩΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: ōtárion Transliteration B: ōtarion Transliteration C: otarion Beta Code: w)ta/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of οὖς,
A a little ear, Anaxandr.43; ὠτάρι' ὕεια Alex.110.16; later simply = οὖς, AP11.75 (Lucill.); Ev.Jo.18.10.
II metaph., handle of a vessel, Parth. ap. Ath.11.783c; ὠτάρια κάδου IG7.3498.18 (Oropus, iii B. C.), cf. BGU781i15, Inscr.Délos 421.54 (ii B. C.).
III the ormer or Haliotis, Ath.3.87f.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de οὖς.

German (Pape)

τό, dim. von οὖς, Öhrchen; Lucill. 17 (XI.75); Ath. III.87f; Anaxandrid. ib. 95c.

Russian (Dvoretsky)

ὠτάριον: (ᾰ) οὖς τό ушко Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ οὖς, μικρὸν οὖς, Ἀναξανδρίδης ἐν «Σατυρίᾳ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 75· ὠτάρι’ ὕεια Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ» 1. 16. ΙΙ. μεταφορ., λαβὴ ἀγγείου, Ἀθήν. 783Β. 2) ὀστρακόδερμόν τι ὅμοιον λεπάδι, αὐτόθι 87F, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 150, 157.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ.
1. μικρό αφτί, αφτάκι
2. λαβή αγγείου
3. είδος οστρακόδερμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδάριον)].

Greek Monotonic

ὠτάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του οὖς, μικρό αυτί, αυτάκι, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὠτᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of οὖς]
a little ear, Anth.

Chinese

原文音譯:çt⋯on 哦提按
詞類次數:名詞(5)
原文字根:耳 相當於: (אֹזֶן‎)
字義溯源:耳朵,外耳,耳;源自(οὖς)*=耳)
出現次數:總共(3);太(1);路(1);約(1)
譯字彙編
1) 耳朵(3) 太26:51; 路22:51; 約18:26