τεφρόω
English (LSJ)
A burn to ashes, Lyc.227; πόλεις 2 Ep.Pet.2.6:—Med., Nic.Al.534:—Pass., to be burnt to ashes, Thphr. Ign.20, AP5.187 (Leon.); to be covered with ashes, D.C.66.21.
German (Pape)
[Seite 1102] aschgrau machen, zu Asche machen, einäschern; Nic. Al. 534; Lycophr. 227; D. C. 66, 21; vgl. B. A. 65.
Greek (Liddell-Scott)
τεφρόω: καίω τι ἕως οὗ μεταβληθῇ εἰς τέφραν, ἀποτεφρῶ, Λυκόφρ. 227· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικ. Ἀλεξιφ. 534. ― Παθητ., καίομαι καὶ εἰς τέφραν μεταβάλλομαι, Θεοφρ. π. Πυρ. 20, Ἀνθ. Π. 5. 188. ― Καθ’ Ἡσύχ., «τεφρώσας· σποδώσας», ― κατὰ Σουΐδ. «τεφρώσας, ἐμπρήσας, σποδώσας. καὶ παροιμία ‘μὴ τὴν τέφραν φεύγων εἰς ἀνθρακιὰν πέσῃ’».
English (Strong)
from tephra (ashes); to incinerate, i.e. consume: turn to ashes.