τετρακισχίλιοι

Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

[ῑλ], αι, a,

   A four thousand, Hdt.2.9, al.; by tmesis, τετράκις γὰρ χίλιοι Th.6.31: Lacon. τετρᾰκινχήλιοι IG 5(1).1 (Sparta, v B.C.); Cyrenaic τετρᾰκιχήλιοι Abh.Berl.Akad. 1925(5).25; Boeot. πετρᾰκισχείλιη fem., q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκισχίλιοι: [ῑ], -αι, -α, τετράκις χίλιοι, δηλ. τέσσαρες χιλιάδες, Ἡρόδ. 2. 9, κ. ἀλλ.· κατὰ τμῆσιν, τετράκις γὰρ χίλιοι Θουκ. 6. 31.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
quatre mille.
Étymologie: τετράκις, χίλιοι.

English (Strong)

from the multiplicative adverb of τέσσαρες and χίλιοι; four times a thousand: four thousand.