Φοινίκη
Greek (Liddell-Scott)
Φοινίκη: [ῑ], ἡ, ἡ χώρα τῶν Φοινίκων, Ὀδ. Δ. 83, Ἡρόδ., καὶ Ἀττ.· πρβλ. Φοῖνιξ. ΙΙ. Φοινίκας ἀντήρη χώραν, τὴν ἐν Καρχηδόνι ἀποικίαν τῶν Φοινίκων, Εὐρ. Τρῳ. 221.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
la Phénicie.
Étymologie: Φοῖνιξ.
English (Strong)
from φοῖνιξ; palm-country; Phœnice (or Phœnicia), a region of Palestine: Phenice, Phenicia.