προσεάω
English (LSJ)
A suffer to go further, μὴ -εῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Act.Ap. 27.7. 2 permit as well, PLond.5.1790.7 (v/vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 756] (s. ἐάω), dazu heranlassen, herankommen lassen, zugeben, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προσεάω: ἀφίνω νὰ προχωρήσῃ τις περαιτέρω, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 7.
French (Bailly abrégé)
-εῶ;
permettre en outre.
Étymologie: πρός, ἐάω.