ἀντίχριστος

Revision as of 17:51, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ὁ,

   A Antichrist, 1 Ep.Jo.2.18,22, etc.

German (Pape)

[Seite 264] ὁ, der Antichrist. N. T. u. K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίχριστος: ὁ, ὁ τῷ Χριστῷ ἐναντίος, λόγος Ὠριγέν. IV. 188C, ὁ Ἀντίχριστος, ὁ ἀντίπαλος τοῦ Χριστοῦ, ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας τῶν Ἰουδαίων ὑπὸ χριστιανικὴν ἔποψιν· θὰ ἐμφανισθῇ δὲ οὗτος πρὸ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστὶν Ἐπιστ. Ἰωάν. Α΄, β΄, 18, κτλ. Πολύκ. 7, Εἰρην. 865Α, κτλ.: - Ἐντεῦθεν τὰ ἐπίθετα -χριστιανός, -χριστικὸς καὶ τὸ ῥῆμα -χριστέω, Θεόδ. Στουδ. σ. 494Ε.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ Anticristo, 1Ep.Io.2.18, 22, 2Ep.Io.7, Polyc.Sm.Ep.7.1, ἀ. πολλοί 1Ep.Io.2.18, cf. Apoc.Esdr.p.29, 1Apoc.6 (p.74)
como el Mesías que esperan los judíos, Cyr.Al.M.68.576D.

English (Strong)

from ἀντί and Χριστός; an opponent of the Messiah: antichrist.