οἰκοδομία
English (LSJ)
ἡ,
A = -δόμησις 1, IG12.338.15 (prob.), Democr.154, Th. 1.93, Pl.Lg.804c, PHal.1.181 (iii B. C.). II building, edifice, Th. 2.65 (pl.), Pl.Lg.758e, 759a, al.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδομία: ἡ, = οἰκοδόμησις, Θουκ. 1. 93., 2. 65, Πλάτ. Νόμ. 804C, Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 974Α, πρβλ. Poppo εἰς Θουκ. 1, σ. 243. ΙΙ. οἰκοδόμημα, Πλάτ. Νόμ. 758Ε, 759Α, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. οἰκοδόμησις.
English (Strong)
from the same as οἰκοδομή; confirmation: edifying.