τό, Dim. of νῆσος,
A islet, Str.2.5.23, 3.3.1.
νησίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Στράβ. 125, 152, κτλ.
ου (τό) :petite île, îlot.Étymologie: νῆσος.
diminutive of νῆσος; an islet: island.