νησίον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of νῆσος, islet, Str.2.5.23, 3.3.1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite île, îlot.
Étymologie: νῆσος.
German (Pape)
τό, dim. von νῆσος, Inselchen, Suid.
Russian (Dvoretsky)
νησίον: τό NT = νησίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
νησίον: τό, ὑποκορ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Στράβ. 125, 152, κτλ.
English (Strong)
diminutive of νῆσος; an islet: island.
English (Thayer)
νησίου, τό (diminutive of νῆσος), a small island: Strabo)).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νησίον: τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, σε Στράβ.
Middle Liddell
νησίον, ου, τό, [Dim. of νῆσος
an islet, Strab.
Chinese
原文音譯:nhs⋯on 尼西按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:(小)島
字義溯源:小島,小島嶼;源自(νῆσος)*=島)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 小島(1) 徒27:16