χρηματοφύλαξ

Revision as of 19:35, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, , = Lat.

   A praefectus aerarii, Vett.Val.38.34.

German (Pape)

[Seite 1374] ακος, , Schatzwächter, Schol. Aesch. Pers. 1.

Greek Monolingual

-ακος, , Α
υπάλληλος επιφορτισμένος με τη φύλαξη τών χρημάτων του δημόσιου ταμείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + φύλαξ.