χρηστοεπής

Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπές
η χρηστοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].