χρυσούατος

Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A with ears or handles of gold, τρίπους Hom.Fr.17.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenen Ohren, Henkeln, Hom. frg. 8, 68.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσούᾰτος: -ον, ὁ ἔχων ὦτα ἢ λαβὰς ἐκ χρυσοῦ, Ὁμήρου Ἀποσπ. 68.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. μον-ούατος].