ψηλάφημα

Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A touch, Ph.1.597; caress, X.Smp.8.23.

German (Pape)

[Seite 1396] τό, Berührung, Betastung, Xen. conv. 8, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ψηλάφημα: τό, ψηλάφησις, «πασπάτευμα», Φίλων 1. 597· θωπεία, «χάϊδευμα», Ξεν. Συμπ. 8. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
attouchement.
Étymologie: ψηλαφάω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ ψηλαφώ
1. η ψηλάφηση
2. θωπεία, χάιδεμα.