χωροθεσία

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ἡ,

   A geographical situation, Ps.-Plu.Fluv.5.1.

German (Pape)

[Seite 1388] die Lage eines Landes, einer Gegend, Plut. de fluv. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

χωροθεσία: ἡ, ἡ θέσις χώρας τινός, ἡ τοπογραφικὴ θέσις αὐτῆς, Πλούτ. 2. 1150C. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation géographique d’un pays.
Étymologie: χῶρος, θέσις.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
η θέση μιας χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα + -θεσία (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο-θεσία].