χρυσόγλυφος

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on χρυσοτόρευτος, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1380] = χρυσοτόρευτος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόγλῠφος: -ον, = χρυσοτόρευτος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. 14, Ἡσύχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
χρυσοτόρευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γλυφος (< γλύφω), πρβλ. δουρατό-γλυφος].