ὠκυεπής

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ές,

   A quick-speaking, of Apollo, AP9.525.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκυεπής: -ές, γεν. έος, ὁ ταχέως ὁμιλῶν, Ἀπόλλων Ἀνθ. Παλατ. 9.525.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la parole agile.
Étymologie: ὠκύς, ἔπος.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που μιλά γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. πολυ-επής].